- ντόβας
- ο(διαλ.) προσευχή με την οποία ζητούμε κάτι από τον θεό ή τον ευχαριστούμε για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dua].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ντόβας, Παναγιώτης — Οπλαρχηγός από την Αιτωλία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες της Δυτ. Ελλάδας. Στο Κομπότι, με το στρατιωτικό σώμα του, κατόρθωσε να νικήσει δεκαπλάσιους Τούρκους … Dictionary of Greek